A bátrak álma

Írta: Odisszeasz Elitisz


Közzétéve 1 éve

Megtekintések száma: 468



Ο Ύπνος των Γενναίων 

Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμά
τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.
Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, σ’ ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα’ φτανε
να πικράνει τον αέρα του Άδη
(Το’ να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν’αρπαχτεί απ’ το μέλλον,
τ’ άλλο κάτω απ’ την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι
Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου
αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)
Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη,
κάλυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες στο διάστημα.
Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα
Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να χαράζεται,
μέσα στη μελανάδα τ’ ουρανού
Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη
Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό
τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το έρεβος…
Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί
Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη
και αναστραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με
θανατωμένο μέσα τους τον Δήμιο
Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!
Μήτε η ώρα δώδεκα χτυπώντας μες στα έγκατα, μήτε η φωνή
του Πόλου κατακόρυφα πέφτοντας, αναιρούσανε τα βήματα τους.
Διάβαζαν άπληστα τον κόσμο με τα μάτια τ’ ανοιχτά για πάντα, κει
που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, κι όπου με βία κατέβαιναν οι γύπες να ευφρανθούν τον
πηλό των σπλάχνων τους και το αίμα.

A bátrak álma 

Tömjénillatúak még, arcuk kihevült az Árnyak Nagy
Birodalmába történt átkelésben,
oda, ahová oly hirtelen taszította őket a Megmozdíthatatlan.
Hanyatt feküsznek, ama földön, ahol a legkisebb nefelejcs
is elég, hogy megkeserítse Hádész levegőjét
(egyik kezük előrenyújtva, mintha megpróbálna belemarkolni
a jövőbe, a másik pedig az oldalra billent fej alatt,
mintha csak figyelnék egy kiontott belű ló szemében
utoljára még a füstölgő romokat)
ott, ahol megváltoztatta őket az Idő. Az egyik szárny,
a vörösebb, ráborult a világra, miközben
a másik szeliden lebegett már az űrben,
és semmi ránc, semmi lelkifurdalás, csupán a mély szakadékban
ama régi, emléktelen vér, mely nagynehezen kezdett derengeni -
az ég sötét kékjében
kamasz-nap, éretlen még -
erőtlen, hogy felolvassza a bárányos deret az eleven
négylevelűn; mielőtt még tüskét növeszthetett
volna, Erebosz megfosztotta, elvette
tőle a jóstehetség adományát.
És megint Völgyek, Hegyek, Fák és Folyók -
telepesei a határtalan égnek!
Sem a tizenhét óraütés a szívükben, sem a Pólus hangja,
amely meredeken zuhan le, nem térítette vissza a lépteiket.
Olvasták csak, mohón, a világot, örökre tárt szemekkel,
ott, ahová hirtelen letaszította őket a Megmozdíthatatlan,
hanyatt, miközben lecsaptak a sasok, hogy örvendezzenek
vérrel kevert sáros zsigereiknek.

Fordította: Papp Árpád